τσέπωμα

τσέπωμα
το, -ατος
1. το να βάζει κανείς ή να κρύβει κάτι στην τσέπη του: Τσέπωμα του χιλιάρικου.
2. είσπραξη κέρδους και μάλιστα αθέμιτου: Αφήνει τσεπώματα το εμπόριο όπλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσέπωμα — το, Ν [τσεπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεπώνω …   Dictionary of Greek

  • ενθυλάκωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενθυλακώνω, το τσέπωμα, ο σφετερισμός χρημάτων που δεν ανήκουν σε αυτόν που ενεργεί την ενθυλάκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκωση — η [θυλακώνω] τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα στο θυλάκιο, τσέπωμα …   Dictionary of Greek

  • θυλάκωση — η τσέπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”