- τσέπωμα
- το, -ατος1. το να βάζει κανείς ή να κρύβει κάτι στην τσέπη του: Τσέπωμα του χιλιάρικου.2. είσπραξη κέρδους και μάλιστα αθέμιτου: Αφήνει τσεπώματα το εμπόριο όπλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.